- ἀπεριορίστου
- ἀπεριόριστοςunlimitedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περσοναλισμός — (από το λατινικόpersona= πρόσωπο). Προσανατολισμός της σκέψης, ο οποίος αμφισβητεί το κύρος των γενικών λογικών αρχών, ως νόμων της αντικειμενικής πραγματικότητας, και προβάλλει την αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας ως προνομιακού χώρου… … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
Καρπ, Κάρολ Ρουθ — (Carol Ruth Karp, Μίσιγκαν 1926 – Μέριλαντ 1972). Αμερικανίδα μαθηματικός. Αποφοίτησε από το Κολέγιο Μάντσεστερ της Ιντιάνα το 1948 και έπειτα από δύο χρόνια ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στο πανεπιστήμιο της πολιτείας Μίσιγκαν. Το… … Dictionary of Greek